γηράσκοντα

γηράσκοντα
γηράσκω
grow old
pres part act neut nom/voc/acc pl
γηράσκω
grow old
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γηράσκοντ' — γηράσκοντα , γηράσκω grow old pres part act neut nom/voc/acc pl γηράσκοντα , γηράσκω grow old pres part act masc acc sg γηράσκοντι , γηράσκω grow old pres part act masc/neut dat sg γηράσκοντι , γηράσκω grow old pres ind act 3rd pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • ξανάνιωμα — το [ξανανιώνω] 1. αναζωογόνηση, ανανέωση 2. η επιστροφή τών χαρακτηριστικών τής νεότητας στον γηράσκοντα οργανισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”